Κυνηγού, μονή

Κυνηγού, μονή
Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, στη βόρεια άκρη του Υμηττού, στην επικράτεια του δήμου Αγίας Παρασκευής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι. ή στις αρχές του 13ου και ανακαινίστηκε τον ίδιο αιώνα. Η ονομασία του μοναστηριού οφείλεται στον ηγούμενό του, Βασίλειο Κυνηγό. Από το παλαιό μοναστήρι σώζεται μόνο το καθολικό, η τοιχοδομία του οποίου μαρτυρεί ότι πρόκειται για ανακαίνιση ναού του 11ου αι. Πρόκειται για ναό δικιόνιο εγγεγραμμένο σταυροειδή με τρούλο, του οποίου οι κίονες φέρουν ιωνικά κιονόκρανα. Το μοναστήρι υπήρξε ακμαίο τόσο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όσο και μετά την απελευθέρωση. Το 1969 ανασυστάθηκε ως μετόχι του μοναστηριού Κλειστών (Κοίμηση Θεοτόκου) και το 1975 ανασυστάθηκε ως γυναικείο κοινοβιακό μοναστήρι. Είναι επίσης γνωστή ως μονή Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αγίου Ιωάννη, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού, στον οικισμό Καρέα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού. O χρόνος ίδρυσής του δεν είναι γνωστός. Η χρονολογία 1575, σε επιγραφή, ανάγεται …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”